Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξέπλυτος η αξέπλυτη το αξέπλυτο
      γενική του αξέπλυτου της αξέπλυτης του αξέπλυτου
    αιτιατική τον αξέπλυτο την αξέπλυτη το αξέπλυτο
     κλητική αξέπλυτε αξέπλυτη αξέπλυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξέπλυτοι οι αξέπλυτες τα αξέπλυτα
      γενική των αξέπλυτων των αξέπλυτων των αξέπλυτων
    αιτιατική τους αξέπλυτους τις αξέπλυτες τα αξέπλυτα
     κλητική αξέπλυτοι αξέπλυτες αξέπλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξέπλυτος < α- στερητικό + υποθετικό *ξεπλυτος < ξεπλύ(νω) + -τος < → δείτε και τη λέξη ξεπλένω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkse.pli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξέ‐πλυ‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξέπλυτος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλένω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία