αξέπλυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈkse.pli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξέ‐πλυ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααξέπλυτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) που δεν τον έχουν ξεπλύνει
- ⮡ Άφησες τα πιάτα αξέβγαλτα γεμάτα σαπουνάδες.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πλένω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αξέπλυτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας