Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεπλένω < μεσαιωνική ελληνική ξεπλύνω < αρχαία ελληνική ἐκπλύνω

ξεπλένω

  1. βγάζω τα σαπούνια από τα ρούχα ή τα πιάτα ή οποιαδήποτε επιφάνεια έπλυνα με σαπούνι
    ※  Έτριβε τα χέρια σαν να τα ξέπλενε, αφού είχε τελειώσει κάποια βρόμικη δουλειά. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
  2. πλένω πρόχειρα κάτι, ρίχνω νερό και το ψευτοπλένω, π.χ. ρίχνοντας ένα κουβά νερό στο εξωτερικό του αυτοκινήτου ή καταβρέχοντας με το λάστιχο το τραπέζι της βεράντας για να φύγουν οι σκόνες
  3. (μεταφορικά) αποκαθιστώ κάποιον ηθικά από ντροπή ή προσβολή
  4. (μεταφορικά) κάνω να εμφανίζονται ως νόμιμα χρήματα που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία