ξεβγάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεβγάζω < ξε- + βγάζω].[1] Συγκρίνετε με τη μεσαιωνική ελληνική ξεβγάνω (δείτε και την αρχαία ελληνική) ἐκβάλλω
Ρήμα
επεξεργασίαξεβγάζω
- συνοδεύω κάποιον έξω από (ένα σπίτι, κλπ)
- ξεπλένω για να φύγουν τα σαπούνια από κάτι που σαπούνισα
- (προφορικό) για κάποιον που έχει εμπειρίες και έχει αποκτήσει γνώση για τη ζωή και είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε δύσκολες καταστάσεις· ειδικότερα για γυναίκα που έχει πολλές ερωτικές εμπειρίες χρησιμοποιείται ως μειωτικό, συνώνυμο του διαφθείρω, διακορεύω
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ξεβγάνω (λαϊκό, προφορικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεβγάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας