Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεβγάζω < ξε- + βγάζω].[1] Συγκρίνετε με τη μεσαιωνική ελληνική ξεβγάνω (δείτε και την αρχαία ελληνική) ἐκβάλλω

ξεβγάζω

  1. συνοδεύω κάποιον έξω από (ένα σπίτι, κλπ)
     συνώνυμα: κατευοδώνω, ξεπροβοδίζω
  2. ξεπλένω για να φύγουν τα σαπούνια από κάτι που σαπούνισα
  3. (προφορικό) για κάποιον που έχει εμπειρίες και έχει αποκτήσει γνώση για τη ζωή και είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε δύσκολες καταστάσεις· ειδικότερα για γυναίκα που έχει πολλές ερωτικές εμπειρίες χρησιμοποιείται ως μειωτικό, συνώνυμο του διαφθείρω, διακορεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία