ενεστώτας wash off
γ΄ ενικό ενεστώτα washes off
αόριστος washed off
παθητική μετοχή washed off
ενεργητική μετοχή washing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wash off < → δείτε τις λέξεις wash και off

wash off (en)

  • πλένω, καθαρίζω κάτι από την επιφάνεια κάτι ή από τα ρούχα
    ⮡  I am washing the dirty marks off the wall.
    Πλένω/Καθαρίζω τους λεκέδες από τον τοίχο.