Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wash washes

wash (en)

  • (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό, ειδικά βρετανική σημασία) το πλύσιμο, η πλύση, η πράξη του καθαρισμού κάποιου ή κάτι χρησιμοποιώντας νερό και συνήθως σαπούνι
    ⮡  I give the car a wash.
    Κάνω ένα πλύσιμο στο αυτοκίνητο.
    ⮡  My shirts are in the wash.
    Τα πουκάμισα μου είναι για πλύσιμο.
    ⮡  The ink stains didn’t come out in the wash.
    Δε βγήκαν οι μελανιές με το πλύσιμο.
    ⮡  Is the wash back?
    Γύρισε η πλύση;
ενεστώτας wash
γ΄ ενικό ενεστώτα washes
αόριστος washed
παθητική μετοχή washed
ενεργητική μετοχή washing

wash (en)

  1. (μεταβατικό) πλένω, καθαρίζω κάτι ή κάποιον χρησιμοποιώντας νερό και συνήθως σαπούνι
    ⮡  I wash my hands/my face.
    Πλένω τα χέρια μου/ το πρόσωπό μου.
    ⮡  I wash something with detergent/with hot water.
    Πλένω κάτι με απορρυπαντικό/με ζεστό νερό.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλένω, πλένομαι, καθαρίζω τον εαυτό μου χρησιμοποιώντας νερό και συνήθως σαπούνι
    ⮡  Go and wash (yourself).
    Πήγαινε να πλυθείς.
    ⮡  She washed her tears away.
    Έπλυνε τα δάκρυά της.
  3. (αμετάβατο, για ρούχα, ύφασμα κτλ.) πλένομαι, μπορεί να πλυθεί χωρίς να χάσει χρώμα ή να καταστραφεί
    ⮡  This material washes well.
    Αυτό το ύφασμα πλένεται καλά.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλένω, το νερό ρέει ή μεταφέρει κάτι ή κάποιον προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  The rain washed the trees clean/the dust off.
    Η βροχή έπλυνε τα δέντρα/τη σκηνή.