ενεστώτας wash away
γ΄ ενικό ενεστώτα washes away
αόριστος washed away
παθητική μετοχή washed away
ενεργητική μετοχή washing away

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wash away < → δείτε τις λέξεις wash και away

wash away (en)

  • παίρνω, το νερό απομακρύνει ή μεταφέρει κάποιον ή κάτι σε άλλο μέρος
    ⮡  The sea washed away his fishing nets.
    Του πήρε η θάλασσα τα δίκτυα.