wash down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wash down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | washes down |
αόριστος | washed down |
παθητική μετοχή | washed down |
ενεργητική μετοχή | washing down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwash down (en)
- πλένω, καθαρίζω κάτι μεγάλο ή μια επιφάνεια με πολύ νερό
- ⮡ I wash down a car/the deck/the walls.
- Πλένω ένα αυτοκίνητο/το κατάστρωμα/τους τοίχους.
- ⮡ I wash down a car/the deck/the walls.
Πηγές
επεξεργασία- wash down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 711. ISBN 9780194325684., λήμμα: πλένω