ενεστώτας wash down
γ΄ ενικό ενεστώτα washes down
αόριστος washed down
παθητική μετοχή washed down
ενεργητική μετοχή washing down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wash down < → δείτε τις λέξεις wash και down

wash down (en)

  • πλένω, καθαρίζω κάτι μεγάλο ή μια επιφάνεια με πολύ νερό
    ⮡  I wash down a car/the deck/the walls.
    Πλένω ένα αυτοκίνητο/το κατάστρωμα/τους τοίχους.