Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέβγασμα τα ξεβγάσματα
      γενική του ξεβγάσματος των ξεβγασμάτων
    αιτιατική το ξέβγασμα τα ξεβγάσματα
     κλητική ξέβγασμα ξεβγάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέβγασμα < ξεβγάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξέβγασμα ουδέτερο

  1. ξεπλένω τα ρούχα με νερό να φύγουν οι σαπουνάδες
  2. συνοδεύω κάποιον που επισκέφθηκε το σπίτι ή το γραφείο μου μέχρι και έξω από την πόρτα, συχνά έως το δρόμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία