ξέβγασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξέβγασμα < ξεβγάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξέβγασμα ουδέτερο
- ξεπλένω τα ρούχα με νερό να φύγουν οι σαπουνάδες
- συνοδεύω κάποιον που επισκέφθηκε το σπίτι ή το γραφείο μου μέχρι και έξω από την πόρτα, συχνά έως το δρόμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξέβγασμα
|