Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέβγαλμα τα ξεβγάλματα
      γενική του ξεβγάλματος των ξεβγαλμάτων
    αιτιατική το ξέβγαλμα τα ξεβγάλματα
     κλητική ξέβγαλμα ξεβγάλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέβγαλμα < → δείτε τη λέξη ξεβγάζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξέβγαλμα ουδέτερο

  1. η φάση του πλυσίματος (ρούχων, πιάτων) κατά την οποία ρίχνουμε αρκετό νερό πάνω στα πλυμένα για να απομακρυνθούν οι σαπουνάδες
  2. (κυριολεκτικά, παρωχημένο):
  3. (ιδιωματικό, παρωχημένο) διαδικασία παροδικής ατομικής ανακωχής ή προστασίας κατά τη διάρκεια οικογενειακής αντιδικίας ή βεντέτας, η οποία επιτυγχάνεται με την παρουσία ενός ουδέτερου προσώπου, του λεγόμενου ξεβγάλτη, το οποίο συνοδεύει το άτομο που απολαμβάνει την προσωρινή προστασία του από τους εχθρούς της άλλης οικογένειας
    ※  Υπήρχε ακόμα [στη Μάνη] μια περίεργη μέθοδος που μ' αυτήν μπορούσε ένα μεμονωμένο άτομο, της μιας από τις αντιμαχόμενες οικογένειες, να πετύχει μια προσωρινή ιδιωτική ανακωχή, που την έλεγαν Ξέβγαλμα. […] Κάθε εχθρική κίνηση ενάντια στον προστατευόμενό του, θα έβαζε αυτόματα την οικογένεια του [συνοδού] ξεβγάλτη σε έχθρα με τους επιτιθέμενους.
    Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 143.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 75. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-10-20.
  2. Βλ. Γ.Χ. Μαραγκός, Γλωσσάριον (1874), όπως αναφέρεται στον ιστότοπο lexikolefkadas.gr (Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος)· πρόσβαση: 2021-10-20.
  3. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, ό.π., σ. 149· πρόσβαση: 2021-10-20.