Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπροβόδισμα τα ξεπροβοδίσματα
      γενική του ξεπροβοδίσματος των ξεπροβοδισμάτων
    αιτιατική το ξεπροβόδισμα τα ξεπροβοδίσματα
     κλητική ξεπροβόδισμα ξεπροβοδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπροβόδισμα < ξεπροβοδίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεπροβόδισμα ουδέτερο

  • η ευγενική συνοδεία ενός φιλοξενούμενου που αναχωρεί μέχρι και έξω από την πόρτα του σπιτιού, του γραφείου κ.λπ. με παράλληλη έκφραση ευχών για το ταξίδι που έχει μπροστά του
     συνώνυμα: ξέβγαλμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία