ξεπροβοδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπροβοδίζω < ξε- + προβοδίζω < μεσαιωνική ελληνική προβοδίζω[1] < προβοδάω[2] < *προευοδῶ[3] < αρχαία ελληνική πρό + εὐοδέω / εὐοδῶ < ὁδός ή < μεσαιωνική ελληνική πρόβοδος[3] [4] < λατινική providus < provideo < pro- + video
Ρήμα
επεξεργασίαξεπροβοδίζω
- συνοδεύω κάποιον έξω από (ένα σπίτι, κλπ.)
- Είναι αγένεια να μην ξεπροβοδίζεις τους καλεσμένους σου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προβοδίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπροβοδίζω | ξεπροβόδιζα | θα ξεπροβοδίζω | να ξεπροβοδίζω | ξεπροβοδίζοντας | |
β' ενικ. | ξεπροβοδίζεις | ξεπροβόδιζες | θα ξεπροβοδίζεις | να ξεπροβοδίζεις | ξεπροβόδιζε | |
γ' ενικ. | ξεπροβοδίζει | ξεπροβόδιζε | θα ξεπροβοδίζει | να ξεπροβοδίζει | ||
α' πληθ. | ξεπροβοδίζουμε | ξεπροβοδίζαμε | θα ξεπροβοδίζουμε | να ξεπροβοδίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεπροβοδίζετε | ξεπροβοδίζατε | θα ξεπροβοδίζετε | να ξεπροβοδίζετε | ξεπροβοδίζετε | |
γ' πληθ. | ξεπροβοδίζουν(ε) | ξεπροβόδιζαν ξεπροβοδίζαν(ε) |
θα ξεπροβοδίζουν(ε) | να ξεπροβοδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεπροβόδισα | θα ξεπροβοδίσω | να ξεπροβοδίσω | ξεπροβοδίσει | ||
β' ενικ. | ξεπροβόδισες | θα ξεπροβοδίσεις | να ξεπροβοδίσεις | ξεπροβόδισε | ||
γ' ενικ. | ξεπροβόδισε | θα ξεπροβοδίσει | να ξεπροβοδίσει | |||
α' πληθ. | ξεπροβοδίσαμε | θα ξεπροβοδίσουμε | να ξεπροβοδίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεπροβοδίσατε | θα ξεπροβοδίσετε | να ξεπροβοδίσετε | ξεπροβοδίστε | ||
γ' πληθ. | ξεπροβόδισαν ξεπροβοδίσαν(ε) |
θα ξεπροβοδίσουν(ε) | να ξεπροβοδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεπροβοδίσει | είχα ξεπροβοδίσει | θα έχω ξεπροβοδίσει | να έχω ξεπροβοδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεπροβοδίσει | είχες ξεπροβοδίσει | θα έχεις ξεπροβοδίσει | να έχεις ξεπροβοδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεπροβοδίσει | είχε ξεπροβοδίσει | θα έχει ξεπροβοδίσει | να έχει ξεπροβοδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπροβοδίσει | είχαμε ξεπροβοδίσει | θα έχουμε ξεπροβοδίσει | να έχουμε ξεπροβοδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπροβοδίσει | είχατε ξεπροβοδίσει | θα έχετε ξεπροβοδίσει | να έχετε ξεπροβοδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεπροβοδίσει | είχαν ξεπροβοδίσει | θα έχουν ξεπροβοδίσει | να έχουν ξεπροβοδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεπροβοδίζω
- ↑ ξεπροβοδίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ προβοδάω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 3,0 3,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πρόβοδος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)