Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μάνη θηλυκό (αρσενικό Μάνης)

Μεταγραφές

επεξεργασία



Δείτε επίσης: Μανή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μάνη οι Μάνες
      γενική της Μάνης των Μανών
    αιτιατική τη Μάνη τις Μάνες
     κλητική Μάνη Μάνες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Μάνη < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν από το Μαΐνης, ονομασία μεσαιωνικού κάστρου της περιοχής[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)


Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Μάνη < Γεσθημανή

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μάνη θηλυκό