χερσόνησος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χερσόνησος < αρχαία ελληνική χερσόνησος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χερσόνησος θηλυκό
- (γεωγραφία) τμήμα ξηράς, μικρής ή μεγάλης έκτασης, που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα με συνέπεια να βρέχεται απ΄ αυτή από τρεις πλευρές
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χερσόνησος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χερσόνησος θηλυκό
- η χερσόνησος, το προεξέχον στη θάλασσα τμήμα στεριάς, που θα ήταν παρά λίγο νήσος, κάτι ανάμεσα σε στεριά και νησί
- νησί που συνδέεται με γέφυρα με τη στεριά
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Χερσόνησος θηλυκό
- χωρίς διευκρινίσεις και επεξηγήσεις, όταν έλεγαν Χερσόνησο, εννοούσαν κατά κύριο λόγο την χερσόνησο της Θράκης στον Ελλήσποντο και Χερσονήσιος απεκαλείτο ο καταγόμενος ή προερχόμενος απ΄την θρακική χερσόνησο