χερσονήσου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çeɾˈso.ni.su/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χερ‐σο‐νή‐σου
- ομόηχο: Χερσονήσου
- παρώνυμο: Χερσονησιού
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαχερσονήσου θηλυκό
- γενική ενικού του χερσόνησος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαχερσονήσου θηλυκό
- γενική ενικού του χερσόνησος