↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χέρσος η χέρσα το χέρσο
      γενική του χέρσου της χέρσας του χέρσου
    αιτιατική τον χέρσο τη χέρσα το χέρσο
     κλητική χέρσε χέρσα χέρσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χέρσοι οι χέρσες τα χέρσα
      γενική των χέρσων των χέρσων των χέρσων
    αιτιατική τους χέρσους τις χέρσες τα χέρσα
     κλητική χέρσοι χέρσες χέρσα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χέρσος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χέρσος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈçeɾ.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χέρ‐σος

  Επίθετο

επεξεργασία

χέρσος, -α, -ο

  • που δεν έχει καλλιεργηθεί ή δεν μπορεί να καλλιεργηθεί
    ⮡  Η μόνη περιουσία που έχει είναι ένα χέρσο χωράφι που δεν αξίζει τίποτε.
    ⮡  Τα χωράφια έμοιαζαν χέρσα, εξαιτίας της εκτεταμένης αγρανάπαυσης, με την οποία οι αγρότες πάσχιζαν να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
χέρσος < συγγενές αλλά αρχαιότερο του χερμάς, ίσως συγγενές και με χέραδος ή χείρ
  • το επίθετο, μετά τον Όμηρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χέρσος αἱ χέρσοι
      γενική τῆς χέρσου τῶν χέρσων
      δοτική τῇ χέρσ ταῖς χέρσοις
    αιτιατική τὴν χέρσον τὰς χέρσους
     κλητική ! χέρσε χέρσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χέρσω
γεν-δοτ τοῖν  χέρσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χέρσος ή χέρρος στους Αττικούς

  1. ξηρά σε αντιδιαστολή προς τον πόντο
    ⮡  ἐν πόντῳ νᾶες, ἐνχέρσῳ πόλεμοι
    ⮡  κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον
    ⮡  χέρσῳ : από ξηράς

  Επίθετο

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χέρσος τὸ χέρσον
      γενική τοῦ/τῆς χέρσου τοῦ χέρσου
      δοτική τῷ/τῇ χέρσ τῷ χέρσ
    αιτιατική τὸν/τὴν χέρσον τὸ χέρσον
     κλητική ! χέρσε χέρσον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χέρσοι τὰ χέρσ
      γενική τῶν χέρσων τῶν χέρσων
      δοτική τοῖς/ταῖς χέρσοις τοῖς χέρσοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χέρσους τὰ χέρσ
     κλητική ! χέρσοι χέρσ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χέρσω τὼ χέρσω
      γεν-δοτ τοῖν χέρσοιν τοῖν χέρσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

χέρσος, -ος, -ον ή χέρρος στους Αττικούς

  1. (και επίθετο μετά την εποχή του Ομήρου), άνυδρος, άγονος χώρα
    ⮡  στύφλος δὲ γῆ καί χέρσος (Σοφοκλής)
  2. (μεταφορικά) η στείρα γυναίκα ή εκείνη που δεν έκανε παιδιά
    ⮡  χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους (Σοφοκλής)
  3. στερημένος από κάτι
    ⮡  Ἀγαμέμνονος δὲ τύμβος ἠτιμασμένος οὔπω χοάς ποτ᾽ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης ἔλαβε, πυρὰ δὲ χέρσος ἀγλαϊσμάτων. λείπει η μετάφραση

Συγγενικά

επεξεργασία