Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεχέρσωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξεχέρσωμα
τα
ξεχερσώμα
τ
α
γενική
του
ξεχερσώμα
τ
ος
των
ξεχερσωμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξεχέρσωμα
τα
ξεχερσώμα
τ
α
κλητική
ξεχέρσωμα
ξεχερσώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεχέρσωμα
<
ξεχερσώνω
+
-μα
<
ξε-
+
χέρσος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεχέρσωμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
ξεχερσώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεχέρσωμα
γαλλικά
:
défrichement
(fr)