αποχερσώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποχερσώνω < ελληνιστική κοινή ἀποχερσόω / ἀποχερσῶ < αρχαία ελληνική χέρσος
Ρήμα
επεξεργασίααποχερσώνω (παθητική φωνή: αποχερσώνομαι)
- άλλη μορφή του χερσώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- αποχερσωμένος
- αποχέρσωση
- → δείτε τη λέξη χέρσος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχερσώνω | αποχέρσωνα | θα αποχερσώνω | να αποχερσώνω | αποχερσώνοντας | |
β' ενικ. | αποχερσώνεις | αποχέρσωνες | θα αποχερσώνεις | να αποχερσώνεις | αποχέρσωνε | |
γ' ενικ. | αποχερσώνει | αποχέρσωνε | θα αποχερσώνει | να αποχερσώνει | ||
α' πληθ. | αποχερσώνουμε | αποχερσώναμε | θα αποχερσώνουμε | να αποχερσώνουμε | ||
β' πληθ. | αποχερσώνετε | αποχερσώνατε | θα αποχερσώνετε | να αποχερσώνετε | αποχερσώνετε | |
γ' πληθ. | αποχερσώνουν(ε) | αποχέρσωναν αποχερσώναν(ε) |
θα αποχερσώνουν(ε) | να αποχερσώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχέρσωσα | θα αποχερσώσω | να αποχερσώσω | αποχερσώσει | ||
β' ενικ. | αποχέρσωσες | θα αποχερσώσεις | να αποχερσώσεις | αποχέρσωσε | ||
γ' ενικ. | αποχέρσωσε | θα αποχερσώσει | να αποχερσώσει | |||
α' πληθ. | αποχερσώσαμε | θα αποχερσώσουμε | να αποχερσώσουμε | |||
β' πληθ. | αποχερσώσατε | θα αποχερσώσετε | να αποχερσώσετε | αποχερσώστε | ||
γ' πληθ. | αποχέρσωσαν αποχερσώσαν(ε) |
θα αποχερσώσουν(ε) | να αποχερσώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποχερσώσει | είχα αποχερσώσει | θα έχω αποχερσώσει | να έχω αποχερσώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποχερσώσει | είχες αποχερσώσει | θα έχεις αποχερσώσει | να έχεις αποχερσώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποχερσώσει | είχε αποχερσώσει | θα έχει αποχερσώσει | να έχει αποχερσώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχερσώσει | είχαμε αποχερσώσει | θα έχουμε αποχερσώσει | να έχουμε αποχερσώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποχερσώσει | είχατε αποχερσώσει | θα έχετε αποχερσώσει | να έχετε αποχερσώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχερσώσει | είχαν αποχερσώσει | θα έχουν αποχερσώσει | να έχουν αποχερσώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποχερσώνω
|