Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχερσώνω < ελληνιστική κοινή ἀποχερσόω / ἀποχερσῶ < αρχαία ελληνική χέρσος

αποχερσώνω (παθητική φωνή: αποχερσώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία