Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χερσώνω < ελληνιστική κοινή χερσόω / χερσῶ + -ώνω < αρχαία ελληνική χέρσος

  Ρήμα επεξεργασία

χερσώνω (παθητική φωνή: χερσώνομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία