χερσώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χερσώνω < ελληνιστική κοινή χερσόω / χερσῶ + -ώνω < αρχαία ελληνική χέρσος
Ρήμα
επεξεργασίαχερσώνω (παθητική φωνή: χερσώνομαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χέρσος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χερσώνω | χέρσωνα | θα χερσώνω | να χερσώνω | χερσώνοντας | |
β' ενικ. | χερσώνεις | χέρσωνες | θα χερσώνεις | να χερσώνεις | χέρσωνε | |
γ' ενικ. | χερσώνει | χέρσωνε | θα χερσώνει | να χερσώνει | ||
α' πληθ. | χερσώνουμε | χερσώναμε | θα χερσώνουμε | να χερσώνουμε | ||
β' πληθ. | χερσώνετε | χερσώνατε | θα χερσώνετε | να χερσώνετε | χερσώνετε | |
γ' πληθ. | χερσώνουν(ε) | χέρσωναν χερσώναν(ε) |
θα χερσώνουν(ε) | να χερσώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χέρσωσα | θα χερσώσω | να χερσώσω | χερσώσει | ||
β' ενικ. | χέρσωσες | θα χερσώσεις | να χερσώσεις | χέρσωσε | ||
γ' ενικ. | χέρσωσε | θα χερσώσει | να χερσώσει | |||
α' πληθ. | χερσώσαμε | θα χερσώσουμε | να χερσώσουμε | |||
β' πληθ. | χερσώσατε | θα χερσώσετε | να χερσώσετε | χερσώστε | ||
γ' πληθ. | χέρσωσαν χερσώσαν(ε) |
θα χερσώσουν(ε) | να χερσώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χερσώσει | είχα χερσώσει | θα έχω χερσώσει | να έχω χερσώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χερσώσει | είχες χερσώσει | θα έχεις χερσώσει | να έχεις χερσώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χερσώσει | είχε χερσώσει | θα έχει χερσώσει | να έχει χερσώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χερσώσει | είχαμε χερσώσει | θα έχουμε χερσώσει | να έχουμε χερσώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χερσώσει | είχατε χερσώσει | θα έχετε χερσώσει | να έχετε χερσώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χερσώσει | είχαν χερσώσει | θα έχουν χερσώσει | να έχουν χερσώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χερσώνω
|