χερσώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχερσώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος χερσώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χερσώνομαι | χερσωνόμουν(α) | θα χερσώνομαι | να χερσώνομαι | ||
β' ενικ. | χερσώνεσαι | χερσωνόσουν(α) | θα χερσώνεσαι | να χερσώνεσαι | (χερσώνου) | |
γ' ενικ. | χερσώνεται | χερσωνόταν(ε) | θα χερσώνεται | να χερσώνεται | ||
α' πληθ. | χερσωνόμαστε | χερσωνόμαστε χερσωνόμασταν |
θα χερσωνόμαστε | να χερσωνόμαστε | ||
β' πληθ. | χερσώνεστε | χερσωνόσαστε χερσωνόσασταν |
θα χερσώνεστε | να χερσώνεστε | (χερσώνεστε) | |
γ' πληθ. | χερσώνονται | χερσώνονταν χερσωνόντουσαν |
θα χερσώνονται | να χερσώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χερσώθηκα | θα χερσωθώ | να χερσωθώ | χερσωθεί | ||
β' ενικ. | χερσώθηκες | θα χερσωθείς | να χερσωθείς | χερσώσου | ||
γ' ενικ. | χερσώθηκε | θα χερσωθεί | να χερσωθεί | |||
α' πληθ. | χερσωθήκαμε | θα χερσωθούμε | να χερσωθούμε | |||
β' πληθ. | χερσωθήκατε | θα χερσωθείτε | να χερσωθείτε | χερσωθείτε | ||
γ' πληθ. | χερσώθηκαν χερσωθήκαν(ε) |
θα χερσωθούν(ε) | να χερσωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χερσωθεί | είχα χερσωθεί | θα έχω χερσωθεί | να έχω χερσωθεί | χερσωμένος | |
β' ενικ. | έχεις χερσωθεί | είχες χερσωθεί | θα έχεις χερσωθεί | να έχεις χερσωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χερσωθεί | είχε χερσωθεί | θα έχει χερσωθεί | να έχει χερσωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χερσωθεί | είχαμε χερσωθεί | θα έχουμε χερσωθεί | να έχουμε χερσωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χερσωθεί | είχατε χερσωθεί | θα έχετε χερσωθεί | να έχετε χερσωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χερσωθεί | είχαν χερσωθεί | θα έχουν χερσωθεί | να έχουν χερσωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χερσώνομαι
|