εκχερσώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκχερσώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκχερσῶ[1] < ἐκ + (ελληνιστική κοινή) χερσόω, -ῶ < αρχαία ελληνική χέρσος[2] ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεχερσώνω)
Ρήμα
επεξεργασίαεκχερσώνω, αόρ.: εκχέρσωσα, παθ.φωνή: εκχερσώνομαι, π.αόρ.: εκχερσώθηκα, μτχ.π.π.: εκχερσωμένος
- ξεχερσώνω κάνω τις κατάλληλες ενέργειες ώστε να μεταβληθεί ένα χέρσο έδαφος σε καλλιεργήσιμο, αφαιρώντας τις πέτρες κ.λπ.
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκχερσώνω | εκχέρσωνα | θα εκχερσώνω | να εκχερσώνω | εκχερσώνοντας | |
β' ενικ. | εκχερσώνεις | εκχέρσωνες | θα εκχερσώνεις | να εκχερσώνεις | ||
γ' ενικ. | εκχερσώνει | εκχέρσωνε | θα εκχερσώνει | να εκχερσώνει | ||
α' πληθ. | εκχερσώνουμε | εκχερσώναμε | θα εκχερσώνουμε | να εκχερσώνουμε | ||
β' πληθ. | εκχερσώνετε | εκχερσώνατε | θα εκχερσώνετε | να εκχερσώνετε | εκχερσώνετε | |
γ' πληθ. | εκχερσώνουν(ε) | εκχέρσωναν εκχερσώναν(ε) |
θα εκχερσώνουν(ε) | να εκχερσώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκχέρσωσα | θα εκχερσώσω | να εκχερσώσω | εκχερσώσει | ||
β' ενικ. | εκχέρσωσες | θα εκχερσώσεις | να εκχερσώσεις | εκχέρσωσε | ||
γ' ενικ. | εκχέρσωσε | θα εκχερσώσει | να εκχερσώσει | |||
α' πληθ. | εκχερσώσαμε | θα εκχερσώσουμε | να εκχερσώσουμε | |||
β' πληθ. | εκχερσώσατε | θα εκχερσώσετε | να εκχερσώσετε | εκχερσώστε | ||
γ' πληθ. | εκχέρσωσαν εκχερσώσαν(ε) |
θα εκχερσώσουν(ε) | να εκχερσώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκχερσώσει | είχα εκχερσώσει | θα έχω εκχερσώσει | να έχω εκχερσώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκχερσώσει | είχες εκχερσώσει | θα έχεις εκχερσώσει | να έχεις εκχερσώσει | έχε εκχερσωμένο | |
γ' ενικ. | έχει εκχερσώσει | είχε εκχερσώσει | θα έχει εκχερσώσει | να έχει εκχερσώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκχερσώσει | είχαμε εκχερσώσει | θα έχουμε εκχερσώσει | να έχουμε εκχερσώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκχερσώσει | είχατε εκχερσώσει | θα έχετε εκχερσώσει | να έχετε εκχερσώσει | έχετε εκχερσωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εκχερσώσει | είχαν εκχερσώσει | θα έχουν εκχερσώσει | να έχουν εκχερσώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκχερσωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκχερσωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκχερσωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκχερσωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκχερσώνομαι | εκχερσωνόμουν(α) | θα εκχερσώνομαι | να εκχερσώνομαι | ||
β' ενικ. | εκχερσώνεσαι | εκχερσωνόσουν(α) | θα εκχερσώνεσαι | να εκχερσώνεσαι | (εκχερσώνου) | |
γ' ενικ. | εκχερσώνεται | εκχερσωνόταν(ε) | θα εκχερσώνεται | να εκχερσώνεται | ||
α' πληθ. | εκχερσωνόμαστε | εκχερσωνόμαστε εκχερσωνόμασταν |
θα εκχερσωνόμαστε | να εκχερσωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εκχερσώνεστε | εκχερσωνόσαστε εκχερσωνόσασταν |
θα εκχερσώνεστε | να εκχερσώνεστε | (εκχερσώνεστε) | |
γ' πληθ. | εκχερσώνονται | εκχερσώνονταν εκχερσωνόντουσαν |
θα εκχερσώνονται | να εκχερσώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκχερσώθηκα | θα εκχερσωθώ | να εκχερσωθώ | εκχερσωθεί | ||
β' ενικ. | εκχερσώθηκες | θα εκχερσωθείς | να εκχερσωθείς | εκχερσώσου | ||
γ' ενικ. | εκχερσώθηκε | θα εκχερσωθεί | να εκχερσωθεί | |||
α' πληθ. | εκχερσωθήκαμε | θα εκχερσωθούμε | να εκχερσωθούμε | |||
β' πληθ. | εκχερσωθήκατε | θα εκχερσωθείτε | να εκχερσωθείτε | εκχερσωθείτε | ||
γ' πληθ. | εκχερσώθηκαν εκχερσωθήκαν(ε) |
θα εκχερσωθούν(ε) | να εκχερσωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκχερσωθεί | είχα εκχερσωθεί | θα έχω εκχερσωθεί | να έχω εκχερσωθεί | εκχερσωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκχερσωθεί | είχες εκχερσωθεί | θα έχεις εκχερσωθεί | να έχεις εκχερσωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκχερσωθεί | είχε εκχερσωθεί | θα έχει εκχερσωθεί | να έχει εκχερσωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκχερσωθεί | είχαμε εκχερσωθεί | θα έχουμε εκχερσωθεί | να έχουμε εκχερσωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκχερσωθεί | είχατε εκχερσωθεί | θα έχετε εκχερσωθεί | να έχετε εκχερσωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκχερσωθεί | είχαν εκχερσωθεί | θα έχουν εκχερσωθεί | να έχουν εκχερσωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκχερσώνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εκχερσώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)