Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλλιεργήσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλλιεργήσιμ
ος
η
καλλιεργήσιμ
η
το
καλλιεργήσιμ
ο
γενική
του
καλλιεργήσιμ
ου
της
καλλιεργήσιμ
ης
του
καλλιεργήσιμ
ου
αιτιατική
τον
καλλιεργήσιμ
ο
την
καλλιεργήσιμ
η
το
καλλιεργήσιμ
ο
κλητική
καλλιεργήσιμ
ε
καλλιεργήσιμ
η
καλλιεργήσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλλιεργήσιμ
οι
οι
καλλιεργήσιμ
ες
τα
καλλιεργήσιμ
α
γενική
των
καλλιεργήσιμ
ων
των
καλλιεργήσιμ
ων
των
καλλιεργήσιμ
ων
αιτιατική
τους
καλλιεργήσιμ
ους
τις
καλλιεργήσιμ
ες
τα
καλλιεργήσιμ
α
κλητική
καλλιεργήσιμ
οι
καλλιεργήσιμ
ες
καλλιεργήσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλλιεργήσιμος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
καλλιεργήσιμος, -η, -ο
που μπορεί να
καλλιεργηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλλιεργήσιμος
αγγλικά
:
cultivable
(en)
,
arable
(en)
γαλλικά
:
cultivable
(fr)
,
arable
(fr)
τσεχικά
:
obhospodařovatelný
(cs)
,
obhospodařovávatelný
(cs)