Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χερσεύω < χέρσος


  Ρήμα επεξεργασία

χερσεύω, α, ον

  1. ζω στην ξηρά
  2. είμαι άγονος ή ακαλλιέργητος