Ετυμολογία

επεξεργασία
χέραδος < συγγενές με το χέλυς, τον αιολικό τύπο χελύνα, με το χέλειον


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χέραδος-χεράδεος ουδέτερο (ίσως και χεράς-άδος)