Δείτε επίσης: συμφερτός, συμφερτικός, συφερτικός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συρφετός οι συρφετοί
      γενική του συρφετού των συρφετών
    αιτιατική τον συρφετό τους συρφετούς
     κλητική συρφετέ συρφετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συρφετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συρφετός < σύρω + δασεία παρέκταση -φ-[1] + -ετός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siɾ.feˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐φε‐τός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συρφετός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • συρφετόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συρφετός οἱ συρφετοί
      γενική τοῦ συρφετοῦ τῶν συρφετῶν
      δοτική τῷ συρφετ τοῖς συρφετοῖς
    αιτιατική τὸν συρφετόν τοὺς συρφετούς
     κλητική ! συρφετέ συρφετοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συρφετώ
γεν-δοτ τοῖν  συρφετοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

συρφετός < (σύρω) + δασεία παρέκταση[1] -φ- + -ετός[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συρφετός αρσενικό

  1. (αρχική σημασία) οτιδήποτε σέρνεται από τον άνεμο και σωρεύεται (φύλλα, φρύγανα κ.λπ.)
     συνώνυμα: σκύβαλα
  2. το προϊόν σκουπίσματος
  3. (μεταφορικά) συρφετός, ανακατεμένο πλήθος
    συρφετός δούλων (Πλάτων, Γοργίας, 489c)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.