quisquiliae
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- quisquiliae < quisque
Ουσιαστικό
επεξεργασίαquisquiliae θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (& quisquilia)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | quisquiliae | |
γενική | quisquiliārum | |
δοτική | quisquiliīs | |
αιτιατική | quisquiliās | |
κλητική | quisquiliae | |
αφαιρετική | quisquiliīs | |