Ετυμολογία

επεξεργασία
quisquilia < quisque

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

quisquilia ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (& quisquiliae)

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
quisquilia
γενική
-
quisquiliōrum
δοτική
-
quisquiliīs
αιτιατική
-
quisquilia
κλητική
-
quisquilia
αφαιρετική
-
quisquiliīs
(β' κλίση)