ενικός         πληθυντικός  
melee melees

  Ετυμολογία

επεξεργασία
melee < μέσος 17ος αιώνας (άμεσο δάνειο) γαλλική mêlée < από μία παλαιογαλλική παραλλαγή του meslee. Δείτε και medley

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmɛleɪ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

melee (en)

  1. άτακτη μάχη, συμπλοκή
  2. όχλος σε σύγχυση