melee
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
melee | melees |
Ετυμολογία
επεξεργασία- melee < μέσος 17ος αιώνας (άμεσο δάνειο) γαλλική mêlée < από μία παλαιογαλλική παραλλαγή του meslee. Δείτε και medley
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmelee (en)
- άτακτη μάχη, συμπλοκή
- όχλος σε σύγχυση