ενικός         πληθυντικός  
medley medleys

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

medley (en)

  1. (μουσική) το ποτ πουρί, ένα μουσικό κομμάτι που αποτελείται από πολλά τραγούδια που παίζονται ή τραγουδιούνται το ένα μετά το άλλο
    ⮡  a medley of songs - που πουρί τραγουδιών
    ⮡  The orchestra played a cheerful medley.
    H ορχήστρα έπαιζε ένα εύθυμο ποτ πουρί.
  2. το αμάλγαμα, η πανσπερμία, το ποτ πουρί, το συνονθύλευμα, ένα μείγμα ανθρώπων ή πραγμάτων διαφορετικών ειδών
    ⮡  a song with new medleys of words and beats - τραγούδι με νέα αμαλγάματα λέξεων και ρυθμών
    ⮡  a medley of races/languages - πανσπερμία φυλών/γλωσσών
    ⮡  a vegetable medley - ποτ πουρί λαχανικών
    ⮡  a medley of ideas - συνονθύλευμα ιδεών
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις hodgepodge και mix
  3. (αθλητισμός) η μικτή κολύμβηση, ένα αγώνισμα που o κoλυμβητής καλύπτει τα τέσσερα είδη κoλύμβησης με τηv ακόλoυθη σειρά: Πεταλoύδα, ‘Υπτιo, Πρόσθιo και Ελεύθερo
    ⮡  4x100m mixed medley relay - η μικτή σκυτάλη 4×100μ