αμάλγαμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμάλγαμα < μεσαιωνική ελληνική ἀμάλγαμα[1] [2] < μεσαιωνική λατινική amalgama[2] [3] [4] (κράμα υδραργύρου) < αραβική اَلْمَلْغَم (al-malḡam)[5] (μαλακτικό κατάπλασμα ή αλοιφή) < αρχαία ελληνική μάλαγμα[6] [2] (μαλακτική αλοιφή, ελαστικό υλικό) (αντιδάνειο) < μαλάσσω < μαλακός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική amalgame)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ˈmal.ɣa.ma/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μάλ‐γα‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμάλγαμα ουδέτερο
- κράμα υδραργύρου και άλλου μετάλλου
- (κατ’ επέκταση) κάθε προϊόν ανάμειξης που συγκεντρώνει τα θετικά χαρακτηριστικά των συστατικών του στοιχείων
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Amalgam στην αγγλική Βικιπαίδεια
- https://sarantakos.wordpress.com
Σημειώσεις
επεξεργασία- ↑ αμάλγαμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ αμάλγαμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Έχει προταθεί επίσης ότι η μεσαιωνική λατινική λέξη amalgama προέρχεται από την αρχαία ελληνική ἅμα + γαμέω / γαμῶ(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ↑ ή < αραβική amal al-gamāa (πραγματοποίηση της ένωσης) (AMALGAME - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé & Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.)
- ↑ amalgam - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμάλγαμα
|