Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαλγαμώνω < αμάλγαμα + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αμαλγαμώνω

  1. φτιάχνω αμάλγαμα
  2. (μεταφορικά) συγκεράζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία