Ετυμολογία

επεξεργασία
αμαλγαμώνω < αμάλγαμα + -ώνω

αμαλγαμώνω

  1. φτιάχνω αμάλγαμα
  2. (μεταφορικά) συγκεράζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία