αμαλγαμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααμαλγαμώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμάλγαμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμαλγαμώνω | αμαλγάμωνα | θα αμαλγαμώνω | να αμαλγαμώνω | αμαλγαμώνοντας | |
β' ενικ. | αμαλγαμώνεις | αμαλγάμωνες | θα αμαλγαμώνεις | να αμαλγαμώνεις | αμαλγάμωνε | |
γ' ενικ. | αμαλγαμώνει | αμαλγάμωνε | θα αμαλγαμώνει | να αμαλγαμώνει | ||
α' πληθ. | αμαλγαμώνουμε | αμαλγαμώναμε | θα αμαλγαμώνουμε | να αμαλγαμώνουμε | ||
β' πληθ. | αμαλγαμώνετε | αμαλγαμώνατε | θα αμαλγαμώνετε | να αμαλγαμώνετε | αμαλγαμώνετε | |
γ' πληθ. | αμαλγαμώνουν(ε) | αμαλγάμωναν αμαλγαμώναν(ε) |
θα αμαλγαμώνουν(ε) | να αμαλγαμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμαλγάμωσα | θα αμαλγαμώσω | να αμαλγαμώσω | αμαλγαμώσει | ||
β' ενικ. | αμαλγάμωσες | θα αμαλγαμώσεις | να αμαλγαμώσεις | αμαλγάμωσε | ||
γ' ενικ. | αμαλγάμωσε | θα αμαλγαμώσει | να αμαλγαμώσει | |||
α' πληθ. | αμαλγαμώσαμε | θα αμαλγαμώσουμε | να αμαλγαμώσουμε | |||
β' πληθ. | αμαλγαμώσατε | θα αμαλγαμώσετε | να αμαλγαμώσετε | αμαλγαμώστε | ||
γ' πληθ. | αμαλγάμωσαν αμαλγαμώσαν(ε) |
θα αμαλγαμώσουν(ε) | να αμαλγαμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμαλγαμώσει | είχα αμαλγαμώσει | θα έχω αμαλγαμώσει | να έχω αμαλγαμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμαλγαμώσει | είχες αμαλγαμώσει | θα έχεις αμαλγαμώσει | να έχεις αμαλγαμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αμαλγαμώσει | είχε αμαλγαμώσει | θα έχει αμαλγαμώσει | να έχει αμαλγαμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμαλγαμώσει | είχαμε αμαλγαμώσει | θα έχουμε αμαλγαμώσει | να έχουμε αμαλγαμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμαλγαμώσει | είχατε αμαλγαμώσει | θα έχετε αμαλγαμώσει | να έχετε αμαλγαμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμαλγαμώσει | είχαν αμαλγαμώσει | θα έχουν αμαλγαμώσει | να έχουν αμαλγαμώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμαλγαμώνω