συγκεράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκεράζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκεράω / συγκερῶ < αρχαία ελληνική συγκεράννυμι[1] < συν- + κεράννυμι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɟeˈɾa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκε‐ρά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασυγκεράζω (παθητική φωνή: συγκεράζομαι)
- συνδυάζω αντίθετες απόψεις, γνώμες κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκεράζω | συγκέραζα | θα συγκεράζω | να συγκεράζω | συγκεράζοντας | |
β' ενικ. | συγκεράζεις | συγκέραζες | θα συγκεράζεις | να συγκεράζεις | συγκέραζε | |
γ' ενικ. | συγκεράζει | συγκέραζε | θα συγκεράζει | να συγκεράζει | ||
α' πληθ. | συγκεράζουμε | συγκεράζαμε | θα συγκεράζουμε | να συγκεράζουμε | ||
β' πληθ. | συγκεράζετε | συγκεράζατε | θα συγκεράζετε | να συγκεράζετε | συγκεράζετε | |
γ' πληθ. | συγκεράζουν(ε) | συγκέραζαν συγκεράζαν(ε) |
θα συγκεράζουν(ε) | να συγκεράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκέρασα | θα συγκεράσω | να συγκεράσω | συγκεράσει | ||
β' ενικ. | συγκέρασες | θα συγκεράσεις | να συγκεράσεις | συγκέρασε | ||
γ' ενικ. | συγκέρασε | θα συγκεράσει | να συγκεράσει | |||
α' πληθ. | συγκεράσαμε | θα συγκεράσουμε | να συγκεράσουμε | |||
β' πληθ. | συγκεράσατε | θα συγκεράσετε | να συγκεράσετε | συγκεράστε | ||
γ' πληθ. | συγκέρασαν συγκεράσαν(ε) |
θα συγκεράσουν(ε) | να συγκεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκεράσει | είχα συγκεράσει | θα έχω συγκεράσει | να έχω συγκεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκεράσει | είχες συγκεράσει | θα έχεις συγκεράσει | να έχεις συγκεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκεράσει | είχε συγκεράσει | θα έχει συγκεράσει | να έχει συγκεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκεράσει | είχαμε συγκεράσει | θα έχουμε συγκεράσει | να έχουμε συγκεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκεράσει | είχατε συγκεράσει | θα έχετε συγκεράσει | να έχετε συγκεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκεράσει | είχαν συγκεράσει | θα έχουν συγκεράσει | να έχουν συγκεράσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκεράζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συγκεράζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας