συγκερασμός
Αναθεώρηση : Χρειάζεται προσεκτική αναδιατύπωση ορισμών.. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκερασμός < (ελληνιστική κοινή) συγκερασμός < αρχαία ελληνική συγκεράννυμι < σύν + κεράννυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκερασμός αρσενικό
- ανάμειξη, ένωση, ανακάτεμα διάφορων υλικών
- (μεταφορικά) ο συνδυασμός αντίθετων ή διαφορετικών στοιχείων
- ο συγκερασμός των προτάσεων θα οδηγήσει στη σωστή διευθέτηση του προβλήματος
- λεκτική κράση, συνένωση λέξεων
- τὠληθές, Ιων. κράση αντί τὸ ἀληθές.
- τὠπό, τὠποβαῖνον, Ιων. κράση αντί τὸ ἀπό, τὸ ἀποβαῖνον.
- τὠργείου, Δωρ. κράση αντί Ἀργείου.
- τὠρχαῖον, Ιων. κράση αντί τὸ ἀρχαῖον.
- σύμφυρση
- (μουσική) σύστημα χορδίσματος με επέμβαση στον καθορισμό των μουσικών διαστημάτων. Στα ελληνικά, υποννοείται ο ίσος συγκερασμός, δηλαδή η διαίρεση της οκτάβας σε δώδεκα ίσα διαστήματα, σε αντίθεση με άλλα κουρδίσματα που εφαρμόζουν άλλα είδη συγκερασμών (με διαφορετική σχέση ανάμεσα στα διαστήματα) ή κανένα συγκερασμό (που βασίζεται στη φυσική αρμονική σειρά των συχνοτήτων).
Εκφράσεις
επεξεργασία(μουσική)
- άνισος συγκερασμός, ανισοσυγκερασμός
- ασυγκέραστος
- ίσος συγκερασμός, ισοσυγκερασμός, ισοσυγκερασμένος
- ισοτονικός συγκερασμός
- μεσοτονικός συγκερασμός
- Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο: έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (γερμανικά: Das wohltemperierte Klavier)
- Πυθαγόρειος συγκερασμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουσική