Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοσυγκερασμένος η ισοσυγκερασμένη το ισοσυγκερασμένο
      γενική του ισοσυγκερασμένου της ισοσυγκερασμένης του ισοσυγκερασμένου
    αιτιατική τον ισοσυγκερασμένο την ισοσυγκερασμένη το ισοσυγκερασμένο
     κλητική ισοσυγκερασμένε ισοσυγκερασμένη ισοσυγκερασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοσυγκερασμένοι οι ισοσυγκερασμένες τα ισοσυγκερασμένα
      γενική των ισοσυγκερασμένων των ισοσυγκερασμένων των ισοσυγκερασμένων
    αιτιατική τους ισοσυγκερασμένους τις ισοσυγκερασμένες τα ισοσυγκερασμένα
     κλητική ισοσυγκερασμένοι ισοσυγκερασμένες ισοσυγκερασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισοσυγκερασμένος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική equally tempered Μορφολογικά, ισο- + μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκερασμένος του συγκεράζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.so.siŋ.ɟe.ɾaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐συγ‐κε‐ρα‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

ισοσυγκερασμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

  • (μουσική) κουρδισμένος με διαίρεση της οκτάβας σε διαστήματα που είναι ίσα μεταξύ τους
    ※  Κάθε ημιτόνιο στην ισοσυγκερασμένη κλίμακα, διαιρείται εκ νέου σε εκατό λογαριθμικά ίσα διαστήματα που ονομάζονται μόρια (cents). Αφού υπάρχουν 100 μόρια ανά ημιτόνιο και 12 ημιτόνια ανά οκτάβα, τότε μια οκτάβα περιέχει συνολικά 1200 μόρια και άρα η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών μορίων ισούται με τον λόγο 21/1200:1 (ή 1,00058:1), ο οποίος αντιστοιχεί σε μια αύξηση της συχνότητας λίγο μικρότερη από 0,06%.
    Δουμπάκης Ηλίας, Εκπαίδευση ακοής για ηχολήπτες στην αντίληψη τονικού ύψους, (πτυχιακή εργασία), Τ.Ε.Ι. Κρήτης, Τμήμα Μηχανικών Μουσικής Τεχνολογίας και Ακουστικής, Ρέθυμνο 2014, σελ. 36 @apothesis.lib.hmu.gr

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία