↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουρδισμένος η κουρδισμένη το κουρδισμένο
      γενική του κουρδισμένου της κουρδισμένης του κουρδισμένου
    αιτιατική τον κουρδισμένο την κουρδισμένη το κουρδισμένο
     κλητική κουρδισμένε κουρδισμένη κουρδισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουρδισμένοι οι κουρδισμένες τα κουρδισμένα
      γενική των κουρδισμένων των κουρδισμένων των κουρδισμένων
    αιτιατική τους κουρδισμένους τις κουρδισμένες τα κουρδισμένα
     κλητική κουρδισμένοι κουρδισμένες κουρδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρδίζω

κουρδισμένος, -η, -ο

  1. (μουσική) που έχει κουρδιστεί, που ρυθμίστηκε ώστε να παράγει νότες στον κατάλληλο τόνο
  2. (μεταφορικά) εκνευρισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία