κουρδισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρδίζω
Μετοχή επεξεργασία
κουρδισμένος, -η, -ο
- (μουσική) που έχει κουρδιστεί, που ρυθμίστηκε ώστε να παράγει νότες στον κατάλληλο τόνο
- (μεταφορικά) εκνευρισμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρδισμένος
|