κουρδίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρδίζομαι < παθητικός τύπος του κουρδίζω
Ρήμα
επεξεργασίακουρδίζομαι και κουρντίζομαι
- (για άνθρωπο) εκνευρίζομαι, ερεθίζομαι αρνητικά, μου ανεβαίνει σιγά-σιγά το αίμα στο κεφάλι, ανεβάζω στροφές, με παρακινούν επίτηδες -ή παρακινούμαι από γεγονότα- να κάνω κάτι, να ενεργήσω και να αντιδράσω
- (για αντικείμενα) η συσπείρωση ελατηρίων για να δοθεί ενέργεια σε μουσικό όργανο, ρολόι, μουσικό κουτί ή άλλο μηχανισμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουρδίζομαι | κουρδιζόμουν(α) | θα κουρδίζομαι | να κουρδίζομαι | ||
β' ενικ. | κουρδίζεσαι | κουρδιζόσουν(α) | θα κουρδίζεσαι | να κουρδίζεσαι | (κουρδίζου) | |
γ' ενικ. | κουρδίζεται | κουρδιζόταν(ε) | θα κουρδίζεται | να κουρδίζεται | ||
α' πληθ. | κουρδιζόμαστε | κουρδιζόμαστε κουρδιζόμασταν |
θα κουρδιζόμαστε | να κουρδιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κουρδίζεστε | κουρδιζόσαστε κουρδιζόσασταν |
θα κουρδίζεστε | να κουρδίζεστε | (κουρδίζεστε) | |
γ' πληθ. | κουρδίζονται | κουρδίζονταν κουρδιζόντουσαν |
θα κουρδίζονται | να κουρδίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουρδίστηκα | θα κουρδιστώ | να κουρδιστώ | κουρδιστεί | ||
β' ενικ. | κουρδίστηκες | θα κουρδιστείς | να κουρδιστείς | κουρδίσου | ||
γ' ενικ. | κουρδίστηκε | θα κουρδιστεί | να κουρδιστεί | |||
α' πληθ. | κουρδιστήκαμε | θα κουρδιστούμε | να κουρδιστούμε | |||
β' πληθ. | κουρδιστήκατε | θα κουρδιστείτε | να κουρδιστείτε | κουρδιστείτε | ||
γ' πληθ. | κουρδίστηκαν κουρδιστήκαν(ε) |
θα κουρδιστούν(ε) | να κουρδιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κουρδιστεί | είχα κουρδιστεί | θα έχω κουρδιστεί | να έχω κουρδιστεί | κουρδισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κουρδιστεί | είχες κουρδιστεί | θα έχεις κουρδιστεί | να έχεις κουρδιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κουρδιστεί | είχε κουρδιστεί | θα έχει κουρδιστεί | να έχει κουρδιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κουρδιστεί | είχαμε κουρδιστεί | θα έχουμε κουρδιστεί | να έχουμε κουρδιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κουρδιστεί | είχατε κουρδιστεί | θα έχετε κουρδιστεί | να έχετε κουρδιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κουρδιστεί | είχαν κουρδιστεί | θα έχουν κουρδιστεί | να έχουν κουρδιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κουρδισμένος - είμαστε, είστε, είναι κουρδισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κουρδισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κουρδισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κουρδισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κουρδισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κουρδισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κουρδισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουρδίζομαι
|