Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρδίζομαι < παθητικός τύπος του κουρδίζω

  Ρήμα επεξεργασία

κουρδίζομαι και κουρντίζομαι

  1. (για άνθρωπο) εκνευρίζομαι, ερεθίζομαι αρνητικά, μου ανεβαίνει σιγά-σιγά το αίμα στο κεφάλι, ανεβάζω στροφές, με παρακινούν επίτηδες -ή παρακινούμαι από γεγονότα- να κάνω κάτι, να ενεργήσω και να αντιδράσω
  2. (για αντικείμενα) η συσπείρωση ελατηρίων για να δοθεί ενέργεια σε μουσικό όργανο, ρολόι, μουσικό κουτί ή άλλο μηχανισμό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία