ερεθίζομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ερεθίζομαι < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
ερεθίζομαι
- δέχομαι ένα εξωτερικό ερέθισμα
- κοκκινίζω, φλεγμαίνω (για το δέρμα ή άλλα όργανα του σώματος)
- διεγείρομαι σεξουαλικά
- θυμώνω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ερεθίζομαι