κουρδιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουρδιστός < κουρδίζω
Επίθετο
επεξεργασίακουρδιστός
- αυτός που μπορεί να λειτουργήσει μόνον με μηχανισμό ελατηρίων τα οποία συσπειρώνονται με κούρδισμα (ρολόι, παιχνίδι, μουσικό όργανο)
- Τα κουρδιστά ρολόγια κοντεύουν να γίνουν αντίκες
- (παρομοίωση) αυτός που μοιάζει σαν να λειτουργεί με κούρδισμα, ο κουρδισμένος, που κινείται μηχανικά, σαν να μην έχει δική του βούληση
- Περπατούσε σαν κουρδιστή κούκλα
- (μεταφορά) αυτός που μοιάζει σαν να λειτουργεί με κούρδισμα ενώ είναι αδύνατον, η μίξη της ζωής και της μηχανής, η χαρά στην οποία παρεμβάλλεται σκληρά και χωρίς συναισθήματα ένα μηχανικό στοιχείο που μπορεί να είναι και η κακία
- Το κουρδιστό πορτοκάλι, το βιβλίο του 'Αντονι Μπέρτζες που έγινε ταινία από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ (A clockwork Orange) με θέμα τη βία