κουρδιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρδιστής < κουρδίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρδιστής αρσενικό
- πρέπει να φωνάξουμε τον κουρδιστή του πιάνου
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κουρδιστής θηλυκό