Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρδιστής οι κουρδιστές
      γενική του κουρδιστή των κουρδιστών
    αιτιατική τον κουρδιστή τους κουρδιστές
     κλητική κουρδιστή κουρδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρδιστής < κουρδίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρδιστής αρσενικό

πρέπει να φωνάξουμε τον κουρδιστή του πιάνου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κουρδιστής θηλυκό