οκτάβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οκτάβα | οι | οκτάβες |
γενική | της | οκτάβας | των | οκτάβων |
αιτιατική | την | οκτάβα | τις | οκτάβες |
κλητική | οκτάβα | οκτάβες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οκτάβα θηλυκό και οχτάβα
- (μουσική) διάστημα οχτώ βαθμίδων της διατονικής κλίμακας
- (ακουστική) απόσταση δύο ήχων που ο ένας έχει διπλάσια συχνότητα από τον άλλο
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
οκτάβα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ οκτάβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας