οκτάβα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οκτάβα | οι | οκτάβες |
γενική | της | οκτάβας | των | οκτάβων |
αιτιατική | την | οκτάβα | τις | οκτάβες |
κλητική | οκτάβα | οκτάβες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οκτάβα θηλυκό και οχτάβα
- (μουσική) διάστημα οχτώ βαθμίδων της διατονικής κλίμακας
- ※ ένα εντυπωσιακό γλυπτό εκμεταλλεύεται τη δύναμη του αέρα για να παραγάγει ήχους αρκετών οκτάβων (Αγγελική Γιαννικοπούλου, Το εικονογραφημένο βιβλίο στην προσχολική εκπαίδευση, εκδ. Πατάκης, 2016 [1])
- (ακουστική) απόσταση δύο ήχων που ο ένας έχει διπλάσια συχνότητα από τον άλλο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- οκτάβα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οκτάβα
Επεξεργασία
- ↑ οκτάβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.