πυθαγόρειος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πυθαγόρειος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική Πυθαγόρειος, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική Pythagorean < Pythagora + -ean (αρχαία ελληνική Πυθαγόρ(ας) + -ειος[1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πυθαγόρειος, -α, ο
- που έχει σχέση με τον Πυθαγόρα
- (φιλοσοφία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- (μαθηματικά) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
μαθηματικά:
Επεξεργασία
- Πυθαγόρειο (τοπωνύμιο, θεώρημα)
- Πυθαγόρειος (φιλόσοφος)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυθαγόρειος
Επεξεργασία
- ↑ «πυθαγόρειος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.