Δείτε επίσης: πυθαγόρειο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πυθαγόρειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Πυθαγόρειος (< Πυθαγόρ(ας) + -ειος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πυθαγόρειο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. οικισμός της Σάμου
  2. τίτλος θεωρήματος, με κεφαλαίο Πυθαγόρειο θεώρημα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία