ισοτονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαισοτονικός, -ή, -ό
- (φυσιολογία), (μυϊκή δραστηριότητα) που λαμβάνει χώρα με φυσιολογική συστολή
- (φυσιολογία) που υποδηλώνει ή σχετίζεται με διάλυμα που έχει την ίδια ωσμωτική πίεση με κάποιο άλλο, κυρίως με κυτταρικό ή σωματικό υγρό
- (πυρηνική φυσική) που σχετίζεται με ισότονο/ραδιοϊσότονο
- (μουσική) ισότονος· που έχει την ίδια τονικότητα· που αφορά ή αποτελεί την ίδια νότα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (μουσική) συγκερασμός