Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ισότονος < μεταγενέστερη σύνθετη ίσος + τόνος
  2. ισότονος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική isotone (→ δείτε τις λέξεις isotope και neutron)

  Επίθετο επεξεργασία

ισότονος

  1. που έχει ίδια ένταση με άλλον
  2. (χημεία) που αφορά διαλύματα με την ίδια τιμή ωσμωτικής πίεσης
     συνώνυμα: ισοτονικό
    → δείτε και τις λέξεις υπότονο και υπέρτονο
  3. (φυσική) που αφορά χημικό στοιχείο με ίσο αριθμό νετρονίων (Ν) αλλά διαφορετικό αριθμό πρωτονίων (Ζ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία