isotonique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.zɔ.tɔ.nik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
isotonique | isotoniques |
isotonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
isotonique | isotoniques |
isotonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό