↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαστικό τα ελαστικά
      γενική του ελαστικού των ελαστικών
    αιτιατική το ελαστικό τα ελαστικά
     κλητική ελαστικό ελαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελαστικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.la.stiˈko/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελαστικό ουδέτερο

  1. (τεχνητό ή φυσικό) καουτσούκ, κόμμι
  2. το λάστιχο που περιβάλλει τους τροχούς ενός αυτοκινήτου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ελαστικό