καουτσούκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καουτσούκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική caoutchouc < κέτσουα kawchu
Ουσιαστικό επεξεργασία
καουτσούκ ουδέτερο άκλιτο
- ελαστικό υλικό που παράγεται από τον χυμό (λατέξ) του καουτσουκόδεντρου
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- καουτσούκ στη Βικιπαίδεια