Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καουτσουκόδεντρο τα καουτσουκόδεντρα
      γενική του καουτσουκόδεντρου των καουτσουκόδεντρων
    αιτιατική το καουτσουκόδεντρο τα καουτσουκόδεντρα
     κλητική καουτσουκόδεντρο καουτσουκόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καουτσουκόδεντρο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καουτσουκόδεντρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία