kaŭĉuko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kaŭĉuko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaŭĉuko | kaŭĉukoj |
αιτιατική | kaŭĉukon | kaŭĉukojn |
kaŭĉuko (eo)
- το καουτσούκ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaŭĉuko | kaŭĉukoj |
αιτιατική | kaŭĉukon | kaŭĉukojn |
kaŭĉuko (eo)