Δείτε επίσης: κόμη, κώμη
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το κόμμι
      γενική του κόμμεως
    αιτιατική το κόμμι
     κλητική κόμμι
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόμμι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κόμμῐ τὰ κόμμη - κόμμε
      γενική τοῦ κόμμεως τῶν κόμμεων
      δοτική τῷ κόμμει - κόμμιδ τοῖς κόμμεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κόμμῐ τὰ κόμμη - κόμμε
     κλητική ! κόμμῐ κόμμη - κόμμε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόμμει
γεν-δοτ τοῖν  κομμέοιν
Κλιτό, στην ελληνιστική κοινή.
3η κλίση, Κατηγορία 'κόμμι' όπως «κόμμι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόμμι ουδέτερο (άκλιτο, ή κλιτό στην ελληνιστική κοινή)