κόμμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόμμι | ||
γενική | του | κόμμεως | ||
αιτιατική | το | κόμμι | ||
κλητική | κόμμι | |||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόμμι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόμμι < αρχαία αιγυπτιακή qmy (έλαιο επίχρισης / επάλειψης)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακόμμι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (βοτανική) κολλώδης ουσία που εκκρίνουν ορισμένα φυτά (εξίδρωμα) και έχει ποικίλες χρήσεις
- καιόμενο θρησκευτικά ως θυμίαμα ή αισθητικά ως αρωματικό ή ως εντομοαπωθητικό
- για φαρμακευτική χρήση ως αλοιφή ή αφέψημα
- ως συντηρητικό σε οτιδήποτε (τρόφιμα, κατασκευές, ταρίχευση κ.λπ.)
- ως μονωτικό
- ως στερεωτικό προηγούμενων εποχώ (σε πρωτόγονα ή αρχαία αντικείμενα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κόμμῐ | τὰ | κόμμη - κόμμεᾰ |
γενική | τοῦ | κόμμεως | τῶν | κόμμεων |
δοτική | τῷ | κόμμει - κόμμιδῐ | τοῖς | κόμμεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | κόμμῐ | τὰ | κόμμη - κόμμεᾰ |
κλητική ὦ! | κόμμῐ | κόμμη - κόμμεᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόμμει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κομμέοιν | ||
Κλιτό, στην ελληνιστική κοινή. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κόμμι' όπως «κόμμι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόμμι < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή qmy (έλαιο επίχρισης / επάλειψης)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόμμι ουδέτερο (άκλιτο, ή κλιτό στην ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- κόμμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόμμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.