Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφέψημα τα αφεψήματα
      γενική του αφεψήματος των αφεψημάτων
    αιτιατική το αφέψημα τα αφεψήματα
     κλητική αφέψημα αφεψήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφέψημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφέψημα[1] < αφ- (< από) + ἕψημα (βραστό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφέψημα ουδέτερο

  • το προϊόν του βρασμού μέσα σε νερό διάφορων φυτικών φαρμακευτικών ή αρωματικών ουσιών
    το κατάστημα σερβίρει καφέ, τσάι, χαμομήλι και άλλα αφεψήματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία